- σωματέμπορος
- οαυτός που ασχολείται με το εμπόριο δούλων ή την προμήθεια γυναικών για ασελγείς πράξεις.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
σωματέμπορος — slave dealer masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σωματέμπορος — ο, ΝΜΑ, και σωματέμπορας, Ν νεοελλ. αυτός που παρασύρει ή εκβιάζει γυναίκα ή ανήλικο και τούς παραχωρεί προς όφελός του σε άτομα ή σε οίκους ανοχής για ασέλγεια μσν. αρχ. ο δουλέμπορος. [ΕΤΥΜΟΛ. < σώμα, σώματος + ἔμπορος] … Dictionary of Greek
σωματέμπορον — σωματέμπορος slave dealer masc/fem acc sg σωματέμπορος slave dealer neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σωματεμπόροις — σωματέμπορος slave dealer masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σωματεμπόρου — σωματέμπορος slave dealer masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σωματεμπόρους — σωματέμπορος slave dealer masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σωματεμπόρων — σωματέμπορος slave dealer masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σωματεμπόρῳ — σωματέμπορος slave dealer masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σωματέμποροι — σωματέμπορος slave dealer masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
VENALICIUS — in Glossis σωματέμπορος, qui venales, i. e. servos vendebat. Cicero in Corneliana, Neque divitiae me movent, quibus omnes Africanos et Laelios multi Venalicii Mercatoresque superârunt. Alias Mango item iunctim Mango Venalicius. Plinius, l. 21. c … Hofmann J. Lexicon universale